- σελ(λ)οφάν
- το, Νάκλ. χημ. εμπορική ονομασία ενός παραγώγου τής κυτταρίνης, με μορφή λεπτού διαφανούς χαρτιού, που χρησιμοποιείται, κυρίως, για την συσκευασία τροφίμων, η κελλοφάνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το β' συνθετικό λ., πρβλ. γαλλ. cellophane < cello - (< cellulose κατ' αποκοπή) + phane (< -φανής < φαίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.